Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαιδρύντρια
φαιδρύνω
φαιδρωπός
Φαίδων
Φαίηκες
φαικάς
φαικάσιον
φαίκλα
Φαινέας
φαινίνδα
Φαίνιππος
φαινόλη
φαινόλις
φαινομένως
φαινομηρίς
φαινόπους
φαινοπροσωπέω
φαινοῦκλον
φαῖνοψ
φαίνω
φαίνων
View word page
Φαίνιππος
Phaenippus
ShortDef
Phaenippus
Debugging
Headword:
Φαίνιππος
Headword (normalized):
φαίνιππος
Headword (normalized/stripped):
φαινιππος
IDX:
93302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93303
Key:
Data
{'content': 'Phaenippus'}