Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Φαῖδρος
φαιδρότης
φαιδρυντής
φαιδρυντικός
φαιδρύντρια
φαιδρύνω
φαιδρωπός
Φαίδων
Φαίηκες
φαικάς
φαικάσιον
φαίκλα
Φαινέας
φαινίνδα
Φαίνιππος
φαινόλη
φαινόλις
φαινομένως
φαινομηρίς
φαινόπους
φαινοπροσωπέω
View word page
φαικάσιον
a white shoe

ShortDef

a white shoe

Debugging

Headword:
φαικάσιον
Headword (normalized):
φαικάσιον
Headword (normalized/stripped):
φαικασιον
IDX:
93298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93299
Key:

Data

{'content': 'a white shoe'}