Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Φαιδριάδες
φαιδροείμων
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
Φαῖδρος
φαιδρότης
φαιδρυντής
φαιδρυντικός
φαιδρύντρια
φαιδρύνω
φαιδρωπός
Φαίδων
Φαίηκες
φαικάς
φαικάσιον
φαίκλα
Φαινέας
φαινίνδα
Φαίνιππος
φαινόλη
View word page
φαιδρύνω
to make bright, to cleanse
ShortDef
to make bright, to cleanse
Debugging
Headword:
φαιδρύνω
Headword (normalized):
φαιδρύνω
Headword (normalized/stripped):
φαιδρυνω
IDX:
93293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93294
Key:
Data
{'content': 'to make bright, to cleanse'}