Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Φαίδιμος
φαίδιμος
Φαίδρα
Φαιδριάδες
φαιδροείμων
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
Φαῖδρος
φαιδρότης
φαιδρυντής
φαιδρυντικός
φαιδρύντρια
φαιδρύνω
φαιδρωπός
Φαίδων
Φαίηκες
φαικάς
φαικάσιον
φαίκλα
Φαινέας
View word page
φαιδρυντής
a cleanser, washer

ShortDef

a cleanser, washer

Debugging

Headword:
φαιδρυντής
Headword (normalized):
φαιδρυντής
Headword (normalized/stripped):
φαιδρυντης
IDX:
93290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93291
Key:

Data

{'content': 'a cleanser, washer'}