Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Φαέθων
φαεινός
φαείνω
φαεσίμβροτος
φαεσφορέω
φαεσφορία
φαεσφόρος
φάζαινα
φαζάλη
Φαίαξ
φαίαξ
Φαίδιμος
φαίδιμος
Φαίδρα
Φαιδριάδες
φαιδροείμων
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
Φαῖδρος
φαιδρότης
View word page
φαίαξ
conduit, sewer (named after inventor, Φαίαξ)

ShortDef

a Phaeacian
conduit, sewer (named after inventor, Φαίαξ)

Debugging

Headword:
φαίαξ
Headword (normalized):
φαίαξ
Headword (normalized/stripped):
φαιαξ
IDX:
93279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93280
Key:

Data

{'content': 'conduit, sewer (named after inventor, Φαίαξ)'}