Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαέθων
Φαέθων
φαεινός
φαείνω
φαεσίμβροτος
φαεσφορέω
φαεσφορία
φαεσφόρος
φάζαινα
φαζάλη
Φαίαξ
φαίαξ
Φαίδιμος
φαίδιμος
Φαίδρα
Φαιδριάδες
φαιδροείμων
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
Φαῖδρος
View word page
Φαίαξ
a Phaeacian

ShortDef

a Phaeacian
conduit, sewer (named after inventor, Φαίαξ)

Debugging

Headword:
Φαίαξ
Headword (normalized):
φαίαξ
Headword (normalized/stripped):
φαιαξ
IDX:
93278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93279
Key:

Data

{'content': 'a Phaeacian'}