Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὕψωμα
ὕψωσις
ὑψωτής
ὑψωτικός
ὕω
ὑώδης
ὑωδία
ὑών
φʹ
φαάντατος
φαάντερος
φάβα
φάβα2
φαβατάριον
φαβάτινος
Φάβιος
φαβοκτόνος
φαβοτύπος
Φαβωρῖνος
φαγᾶς
Φάγγων
View word page
φαάντερος
brighter

ShortDef

brighter

Debugging

Headword:
φαάντερος
Headword (normalized):
φαάντερος
Headword (normalized/stripped):
φααντερος
IDX:
93241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93242
Key:

Data

{'content': 'brighter'}