Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψοῦ
ὑψόφθαλμος
ὑψόφωνος
ὑψόω
ὕψωμα
ὕψωσις
ὑψωτής
ὑψωτικός
ὕω
ὑώδης
ὑωδία
ὑών
φʹ
φαάντατος
φαάντερος
φάβα
φάβα2
φαβατάριον
φαβάτινος
Φάβιος
φαβοκτόνος
View word page
ὑωδία
swinishness

ShortDef

swinishness

Debugging

Headword:
ὑωδία
Headword (normalized):
ὑωδία
Headword (normalized/stripped):
υωδια
IDX:
93237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93238
Key:

Data

{'content': 'swinishness'}