Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὕψος
ὑψόσε
ὑψοταπείνωμα
ὑψοτάτω
ὑψοῦ
ὑψόφθαλμος
ὑψόφωνος
ὑψόω
ὕψωμα
ὕψωσις
ὑψωτής
ὑψωτικός
ὕω
ὑώδης
ὑωδία
ὑών
φʹ
φαάντατος
φαάντερος
φάβα
φάβα2
View word page
ὑψωτής
one who exalts

ShortDef

one who exalts

Debugging

Headword:
ὑψωτής
Headword (normalized):
ὑψωτής
Headword (normalized/stripped):
υψωτης
IDX:
93233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93234
Key:

Data

{'content': 'one who exalts'}