Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑψόροφος
ὕψος
ὑψόσε
ὑψοταπείνωμα
ὑψοτάτω
ὑψοῦ
ὑψόφθαλμος
ὑψόφωνος
ὑψόω
ὕψωμα
ὕψωσις
ὑψωτής
ὑψωτικός
ὕω
ὑώδης
ὑωδία
ὑών
φʹ
φαάντατος
φαάντερος
φάβα
View word page
ὕψωσις
a raising high
ShortDef
a raising high
Debugging
Headword:
ὕψωσις
Headword (normalized):
ὕψωσις
Headword (normalized/stripped):
υψωσις
IDX:
93232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93233
Key:
Data
{'content': 'a raising high'}