Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψίφρων
ὑψιχαίτας
ὑψιχαίτης
ὑψίων
ὑψόθεν
ὑψόθι
ὕψοι
ὑψοκράτωρ
ὑψόροφος
ὕψος
ὑψόσε
ὑψοταπείνωμα
ὑψοτάτω
ὑψοῦ
ὑψόφθαλμος
ὑψόφωνος
ὑψόω
ὕψωμα
ὕψωσις
ὑψωτής
ὑψωτικός
View word page
ὑψόσε
aloft, on high, up high

ShortDef

aloft, on high, up high

Debugging

Headword:
ὑψόσε
Headword (normalized):
ὑψόσε
Headword (normalized/stripped):
υψοσε
IDX:
93224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93225
Key:

Data

{'content': 'aloft, on high, up high'}