Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψίτυχος
ὑψιφαής
ὑψιφανής
ὑψιφοίτης
ὑψιφόρητος
ὑψίφρων
ὑψιχαίτας
ὑψιχαίτης
ὑψίων
ὑψόθεν
ὑψόθι
ὕψοι
ὑψοκράτωρ
ὑψόροφος
ὕψος
ὑψόσε
ὑψοταπείνωμα
ὑψοτάτω
ὑψοῦ
ὑψόφθαλμος
ὑψόφωνος
View word page
ὑψόθι
aloft, on high

ShortDef

aloft, on high

Debugging

Headword:
ὑψόθι
Headword (normalized):
ὑψόθι
Headword (normalized/stripped):
υψοθι
IDX:
93219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93220
Key:

Data

{'content': 'aloft, on high'}