Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψιτένων
ὑψίτερος
ὑψιτέχνης
ὑψίτυχος
ὑψιφαής
ὑψιφανής
ὑψιφοίτης
ὑψιφόρητος
ὑψίφρων
ὑψιχαίτας
ὑψιχαίτης
ὑψίων
ὑψόθεν
ὑψόθι
ὕψοι
ὑψοκράτωρ
ὑψόροφος
ὕψος
ὑψόσε
ὑψοταπείνωμα
ὑψοτάτω
View word page
ὑψιχαίτης
long-haired

ShortDef

long-haired

Debugging

Headword:
ὑψιχαίτης
Headword (normalized):
ὑψιχαίτης
Headword (normalized/stripped):
υψιχαιτης
IDX:
93216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93217
Key:

Data

{'content': 'long-haired'}