Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψιτέλεστος
ὑψιτενέω
ὑψιτενής
ὑψιτένων
ὑψίτερος
ὑψιτέχνης
ὑψίτυχος
ὑψιφαής
ὑψιφανής
ὑψιφοίτης
ὑψιφόρητος
ὑψίφρων
ὑψιχαίτας
ὑψιχαίτης
ὑψίων
ὑψόθεν
ὑψόθι
ὕψοι
ὑψοκράτωρ
ὑψόροφος
ὕψος
View word page
ὑψιφόρητος
high-borne, lofty

ShortDef

high-borne, lofty

Debugging

Headword:
ὑψιφόρητος
Headword (normalized):
ὑψιφόρητος
Headword (normalized/stripped):
υψιφορητος
IDX:
93213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93214
Key:

Data

{'content': 'high-borne, lofty'}