Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὕψιστος
ὑψιτέλεστος
ὑψιτενέω
ὑψιτενής
ὑψιτένων
ὑψίτερος
ὑψιτέχνης
ὑψίτυχος
ὑψιφαής
ὑψιφανής
ὑψιφοίτης
ὑψιφόρητος
ὑψίφρων
ὑψιχαίτας
ὑψιχαίτης
ὑψίων
ὑψόθεν
ὑψόθι
ὕψοι
ὑψοκράτωρ
ὑψόροφος
View word page
ὑψιφοίτης
one who wanders
ShortDef
one who wanders
Debugging
Headword:
ὑψιφοίτης
Headword (normalized):
ὑψιφοίτης
Headword (normalized/stripped):
υψιφοιτης
IDX:
93212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93213
Key:
Data
{'content': 'one who wanders'}