Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑψίπρῳρος
Ὑψιπύλη
ὑψίπυλος
ὑψίπυργος
ὑψίστολος
ὕψιστος
ὑψιτέλεστος
ὑψιτενέω
ὑψιτενής
ὑψιτένων
ὑψίτερος
ὑψιτέχνης
ὑψίτυχος
ὑψιφαής
ὑψιφανής
ὑψιφοίτης
ὑψιφόρητος
ὑψίφρων
ὑψιχαίτας
ὑψιχαίτης
ὑψίων
View word page
ὑψίτερος
loftier
ShortDef
loftier
Debugging
Headword:
ὑψίτερος
Headword (normalized):
ὑψίτερος
Headword (normalized/stripped):
υψιτερος
IDX:
93207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93208
Key:
Data
{'content': 'loftier'}