Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψίπους
ὑψίπρυμνος
ὑψίπρῳρος
Ὑψιπύλη
ὑψίπυλος
ὑψίπυργος
ὑψίστολος
ὕψιστος
ὑψιτέλεστος
ὑψιτενέω
ὑψιτενής
ὑψιτένων
ὑψίτερος
ὑψιτέχνης
ὑψίτυχος
ὑψιφαής
ὑψιφανής
ὑψιφοίτης
ὑψιφόρητος
ὑψίφρων
ὑψιχαίτας
View word page
ὑψιτενής
stretched on high

ShortDef

stretched on high

Debugging

Headword:
ὑψιτενής
Headword (normalized):
ὑψιτενής
Headword (normalized/stripped):
υψιτενης
IDX:
93205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93206
Key:

Data

{'content': 'stretched on high'}