Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψίπορος
ὑψιπότητος
ὑψίπους
ὑψίπρυμνος
ὑψίπρῳρος
Ὑψιπύλη
ὑψίπυλος
ὑψίπυργος
ὑψίστολος
ὕψιστος
ὑψιτέλεστος
ὑψιτενέω
ὑψιτενής
ὑψιτένων
ὑψίτερος
ὑψιτέχνης
ὑψίτυχος
ὑψιφαής
ὑψιφανής
ὑψιφοίτης
ὑψιφόρητος
View word page
ὑψιτέλεστος
late-finished

ShortDef

late-finished

Debugging

Headword:
ὑψιτέλεστος
Headword (normalized):
ὑψιτέλεστος
Headword (normalized/stripped):
υψιτελεστος
IDX:
93203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93204
Key:

Data

{'content': 'late-finished'}