Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψίπολις
ὑψίπολος
ὑψίπορος
ὑψιπότητος
ὑψίπους
ὑψίπρυμνος
ὑψίπρῳρος
Ὑψιπύλη
ὑψίπυλος
ὑψίπυργος
ὑψίστολος
ὕψιστος
ὑψιτέλεστος
ὑψιτενέω
ὑψιτενής
ὑψιτένων
ὑψίτερος
ὑψιτέχνης
ὑψίτυχος
ὑψιφαής
ὑψιφανής
View word page
ὑψίστολος
high-girded, well girt

ShortDef

high-girded, well girt

Debugging

Headword:
ὑψίστολος
Headword (normalized):
ὑψίστολος
Headword (normalized/stripped):
υψιστολος
IDX:
93201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93202
Key:

Data

{'content': 'high-girded, well girt'}