Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄγχω
ἀγχώμαλος
ἄγω
ἀγωγαῖος
ἀγωγεῖον
ἀγωγεύς
ἀγωγή
ἀγωγικά
ἀγώγιμος
ἀγώγιον
ἀγωγός
ἀγών
ἀγωνάρχης
ἀγωνία
ἀγωνιάτης
ἀγωνιάω
ἀγωνίζομαι
ἀγωνικός
ἀγώνιος
ἀγώνιος2
ἀγώνισις
View word page
ἀγωγός
leading
ShortDef
leading
Debugging
Headword:
ἀγωγός
Headword (normalized):
ἀγωγός
Headword (normalized/stripped):
αγωγος
IDX:
931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-932
Key:
Data
{'content': 'leading'}