Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψίνοος
ὑψιπαγής
ὑψίπεδος
ὑψιπέτας
ὑψιπέτηλος
ὑψιπετής
ὑψιπέτης
ὑψίπολις
ὑψίπολος
ὑψίπορος
ὑψιπότητος
ὑψίπους
ὑψίπρυμνος
ὑψίπρῳρος
Ὑψιπύλη
ὑψίπυλος
ὑψίπυργος
ὑψίστολος
ὕψιστος
ὑψιτέλεστος
ὑψιτενέω
View word page
ὑψιπότητος
flying aloft, soaring

ShortDef

flying aloft, soaring

Debugging

Headword:
ὑψιπότητος
Headword (normalized):
ὑψιπότητος
Headword (normalized/stripped):
υψιποτητος
IDX:
93194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93195
Key:

Data

{'content': 'flying aloft, soaring'}