Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψίνομος
ὑψίνοος
ὑψιπαγής
ὑψίπεδος
ὑψιπέτας
ὑψιπέτηλος
ὑψιπετής
ὑψιπέτης
ὑψίπολις
ὑψίπολος
ὑψίπορος
ὑψιπότητος
ὑψίπους
ὑψίπρυμνος
ὑψίπρῳρος
Ὑψιπύλη
ὑψίπυλος
ὑψίπυργος
View word page
ὑψιπέτης
high-flying, soaring

ShortDef

high-flying, soaring

Debugging

Headword:
ὑψιπέτης
Headword (normalized):
ὑψιπέτης
Headword (normalized/stripped):
υψιπετης
IDX:
93190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93191
Key:

Data

{'content': 'high-flying, soaring'}