Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑψίλοφος
ὑψίλυχνος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψίνομος
ὑψίνοος
ὑψιπαγής
ὑψίπεδος
ὑψιπέτας
ὑψιπέτηλος
ὑψιπετής
ὑψιπέτης
ὑψίπολις
ὑψίπολος
ὑψίπορος
ὑψιπότητος
ὑψίπους
ὑψίπρυμνος
ὑψίπρῳρος
Ὑψιπύλη
View word page
ὑψιπέτηλος
with high foliage, towering
ShortDef
with high foliage, towering
Debugging
Headword:
ὑψιπέτηλος
Headword (normalized):
ὑψιπέτηλος
Headword (normalized/stripped):
υψιπετηλος
IDX:
93188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93189
Key:
Data
{'content': 'with high foliage, towering'}