Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑψίκροτος
ὑψίλοφος
ὑψίλυχνος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψίνομος
ὑψίνοος
ὑψιπαγής
ὑψίπεδος
ὑψιπέτας
ὑψιπέτηλος
ὑψιπετής
ὑψιπέτης
ὑψίπολις
ὑψίπολος
ὑψίπορος
ὑψιπότητος
ὑψίπους
ὑψίπρυμνος
ὑψίπρῳρος
View word page
ὑψιπέτας
high-flying
ShortDef
high-flying
Debugging
Headword:
ὑψιπέτας
Headword (normalized):
ὑψιπέτας
Headword (normalized/stripped):
υψιπετας
IDX:
93187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93188
Key:
Data
{'content': 'high-flying'}