Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψικρεμής
ὑψίκρημνος
ὑψίκροτος
ὑψίλοφος
ὑψίλυχνος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψίνομος
ὑψίνοος
ὑψιπαγής
ὑψίπεδος
ὑψιπέτας
ὑψιπέτηλος
ὑψιπετής
ὑψιπέτης
ὑψίπολις
ὑψίπολος
ὑψίπορος
ὑψιπότητος
ὑψίπους
View word page
ὑψιπαγής
high-built, towering

ShortDef

high-built, towering

Debugging

Headword:
ὑψιπαγής
Headword (normalized):
ὑψιπαγής
Headword (normalized/stripped):
υψιπαγης
IDX:
93185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93186
Key:

Data

{'content': 'high-built, towering'}