Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑψικόλωνος
ὑψίκομος
ὑψίκομπος
ὑψικραν[ά]εσσα
ὑψικρατέω
ὑψικρεμής
ὑψίκρημνος
ὑψίκροτος
ὑψίλοφος
ὑψίλυχνος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψίνομος
ὑψίνοος
ὑψιπαγής
ὑψίπεδος
ὑψιπέτας
ὑψιπέτηλος
ὑψιπετής
ὑψιπέτης
View word page
ὑψιμέδων
ruling on high
ShortDef
ruling on high
Debugging
Headword:
ὑψιμέδων
Headword (normalized):
ὑψιμέδων
Headword (normalized/stripped):
υψιμεδων
IDX:
93180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93181
Key:
Data
{'content': 'ruling on high'}