Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψίκερως
ὑψικόλωνος
ὑψίκομος
ὑψίκομπος
ὑψικραν[ά]εσσα
ὑψικρατέω
ὑψικρεμής
ὑψίκρημνος
ὑψίκροτος
ὑψίλοφος
ὑψίλυχνος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψίνομος
ὑψίνοος
ὑψιπαγής
ὑψίπεδος
ὑψιπέτας
ὑψιπέτηλος
ὑψιπετής
View word page
ὑψίλυχνος
by a light hung on high

ShortDef

by a light hung on high

Debugging

Headword:
ὑψίλυχνος
Headword (normalized):
ὑψίλυχνος
Headword (normalized/stripped):
υψιλυχνος
IDX:
93179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93180
Key:

Data

{'content': 'by a light hung on high'}