Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑψίκερας
ὑψίκερως
ὑψικόλωνος
ὑψίκομος
ὑψίκομπος
ὑψικραν[ά]εσσα
ὑψικρατέω
ὑψικρεμής
ὑψίκρημνος
ὑψίκροτος
ὑψίλοφος
ὑψίλυχνος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψίνομος
ὑψίνοος
ὑψιπαγής
ὑψίπεδος
ὑψιπέτας
ὑψιπέτηλος
View word page
ὑψίλοφος
high-crested
ShortDef
high-crested
Debugging
Headword:
ὑψίλοφος
Headword (normalized):
ὑψίλοφος
Headword (normalized/stripped):
υψιλοφος
IDX:
93178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93179
Key:
Data
{'content': 'high-crested'}