Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑψικάρηνος
ὑψικέλευθος
ὑψίκερας
ὑψίκερως
ὑψικόλωνος
ὑψίκομος
ὑψίκομπος
ὑψικραν[ά]εσσα
ὑψικρατέω
ὑψικρεμής
ὑψίκρημνος
ὑψίκροτος
ὑψίλοφος
ὑψίλυχνος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
ὑψίνομος
ὑψίνοος
ὑψιπαγής
ὑψίπεδος
View word page
ὑψίκρημνος
with high crags
ShortDef
with high crags
Debugging
Headword:
ὑψίκρημνος
Headword (normalized):
ὑψίκρημνος
Headword (normalized/stripped):
υψικρημνος
IDX:
93176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93177
Key:
Data
{'content': 'with high crags'}