Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψίδομος
ὑψίζυγος
ὑψίζωνος
ὑψίθρονος
ὑψικάρηνος
ὑψικέλευθος
ὑψίκερας
ὑψίκερως
ὑψικόλωνος
ὑψίκομος
ὑψίκομπος
ὑψικραν[ά]εσσα
ὑψικρατέω
ὑψικρεμής
ὑψίκρημνος
ὑψίκροτος
ὑψίλοφος
ὑψίλυχνος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
ὑψινεφής
View word page
ὑψίκομπος
high boasting, arrogant

ShortDef

high boasting, arrogant

Debugging

Headword:
ὑψίκομπος
Headword (normalized):
ὑψίκομπος
Headword (normalized/stripped):
υψικομπος
IDX:
93172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93173
Key:

Data

{'content': 'high boasting, arrogant'}