Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑψίδειρος
ὑψίδομος
ὑψίζυγος
ὑψίζωνος
ὑψίθρονος
ὑψικάρηνος
ὑψικέλευθος
ὑψίκερας
ὑψίκερως
ὑψικόλωνος
ὑψίκομος
ὑψίκομπος
ὑψικραν[ά]εσσα
ὑψικρατέω
ὑψικρεμής
ὑψίκρημνος
ὑψίκροτος
ὑψίλοφος
ὑψίλυχνος
ὑψιμέδων
ὑψιμέλαθρος
View word page
ὑψίκομος
with lofty foliage, towering
ShortDef
with lofty foliage, towering
Debugging
Headword:
ὑψίκομος
Headword (normalized):
ὑψίκομος
Headword (normalized/stripped):
υψικομος
IDX:
93171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93172
Key:
Data
{'content': 'with lofty foliage, towering'}