Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψίγυιος
ὑψιδαίδαλτος
ὑψίδειρος
ὑψίδομος
ὑψίζυγος
ὑψίζωνος
ὑψίθρονος
ὑψικάρηνος
ὑψικέλευθος
ὑψίκερας
ὑψίκερως
ὑψικόλωνος
ὑψίκομος
ὑψίκομπος
ὑψικραν[ά]εσσα
ὑψικρατέω
ὑψικρεμής
ὑψίκρημνος
ὑψίκροτος
ὑψίλοφος
ὑψίλυχνος
View word page
ὑψίκερως
high-horned

ShortDef

high-horned

Debugging

Headword:
ὑψίκερως
Headword (normalized):
ὑψίκερως
Headword (normalized/stripped):
υψικερως
IDX:
93169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93170
Key:

Data

{'content': 'high-horned'}