Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψιγέννητος
ὑψίγονος
ὑψίγυιος
ὑψιδαίδαλτος
ὑψίδειρος
ὑψίδομος
ὑψίζυγος
ὑψίζωνος
ὑψίθρονος
ὑψικάρηνος
ὑψικέλευθος
ὑψίκερας
ὑψίκερως
ὑψικόλωνος
ὑψίκομος
ὑψίκομπος
ὑψικραν[ά]εσσα
ὑψικρατέω
ὑψικρεμής
ὑψίκρημνος
ὑψίκροτος
View word page
ὑψικέλευθος
wandering on high

ShortDef

wandering on high

Debugging

Headword:
ὑψικέλευθος
Headword (normalized):
ὑψικέλευθος
Headword (normalized/stripped):
υψικελευθος
IDX:
93167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93168
Key:

Data

{'content': 'wandering on high'}