Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὕψι
ὑψιάγυια
ὑψίβατος
ὑψιβίας
ὑψιβόας
ὑψιβόης
ὑψιβρεμέτης
ὑψιγέννητος
ὑψίγονος
ὑψίγυιος
ὑψιδαίδαλτος
ὑψίδειρος
ὑψίδομος
ὑψίζυγος
ὑψίζωνος
ὑψίθρονος
ὑψικάρηνος
ὑψικέλευθος
ὑψίκερας
ὑψίκερως
ὑψικόλωνος
View word page
ὑψιδαίδαλτος
high and richly wrought

ShortDef

high and richly wrought

Debugging

Headword:
ὑψιδαίδαλτος
Headword (normalized):
ὑψιδαίδαλτος
Headword (normalized/stripped):
υψιδαιδαλτος
IDX:
93160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93161
Key:

Data

{'content': 'high and richly wrought'}