Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑψήνωρ
ὑψηχέω
ὑψηχής
ὕψι
ὑψιάγυια
ὑψίβατος
ὑψιβίας
ὑψιβόας
ὑψιβόης
ὑψιβρεμέτης
ὑψιγέννητος
ὑψίγονος
ὑψίγυιος
ὑψιδαίδαλτος
ὑψίδειρος
ὑψίδομος
ὑψίζυγος
ὑψίζωνος
ὑψίθρονος
ὑψικάρηνος
ὑψικέλευθος
View word page
ὑψιγέννητος
born on high
ShortDef
born on high
Debugging
Headword:
ὑψιγέννητος
Headword (normalized):
ὑψιγέννητος
Headword (normalized/stripped):
υψιγεννητος
IDX:
93157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93158
Key:
Data
{'content': 'born on high'}