Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψηλόφωνος
ὑψήλωσις
ὑψήνωρ
ὑψηχέω
ὑψηχής
ὕψι
ὑψιάγυια
ὑψίβατος
ὑψιβίας
ὑψιβόας
ὑψιβόης
ὑψιβρεμέτης
ὑψιγέννητος
ὑψίγονος
ὑψίγυιος
ὑψιδαίδαλτος
ὑψίδειρος
ὑψίδομος
ὑψίζυγος
ὑψίζωνος
ὑψίθρονος
View word page
ὑψιβόης
loud-shouter

ShortDef

loud-shouter

Debugging

Headword:
ὑψιβόης
Headword (normalized):
ὑψιβόης
Headword (normalized/stripped):
υψιβοης
IDX:
93155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93156
Key:

Data

{'content': 'loud-shouter'}