Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑψηλοφυής
ὑψηλόφωνος
ὑψήλωσις
ὑψήνωρ
ὑψηχέω
ὑψηχής
ὕψι
ὑψιάγυια
ὑψίβατος
ὑψιβίας
ὑψιβόας
ὑψιβόης
ὑψιβρεμέτης
ὑψιγέννητος
ὑψίγονος
ὑψίγυιος
ὑψιδαίδαλτος
ὑψίδειρος
ὑψίδομος
ὑψίζυγος
ὑψίζωνος
View word page
ὑψιβόας
loud-shouter
ShortDef
loud-shouter
Debugging
Headword:
ὑψιβόας
Headword (normalized):
ὑψιβόας
Headword (normalized/stripped):
υψιβοας
IDX:
93154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93155
Key:
Data
{'content': 'loud-shouter'}