Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψηλοφόρος
ὑψηλοφρονέω
ὑψηλοφρονία
ὑψηλόφρων
ὑψηλοφυής
ὑψηλόφωνος
ὑψήλωσις
ὑψήνωρ
ὑψηχέω
ὑψηχής
ὕψι
ὑψιάγυια
ὑψίβατος
ὑψιβίας
ὑψιβόας
ὑψιβόης
ὑψιβρεμέτης
ὑψιγέννητος
ὑψίγονος
ὑψίγυιος
ὑψιδαίδαλτος
View word page
ὕψι
on high, aloft

ShortDef

on high, aloft

Debugging

Headword:
ὕψι
Headword (normalized):
ὕψι
Headword (normalized/stripped):
υψι
IDX:
93150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93151
Key:

Data

{'content': 'on high, aloft'}