Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑψηλότης
ὑψηλοτράχηλος
ὑψηλοφανής
ὑψηλοφόρος
ὑψηλοφρονέω
ὑψηλοφρονία
ὑψηλόφρων
ὑψηλοφυής
ὑψηλόφωνος
ὑψήλωσις
ὑψήνωρ
ὑψηχέω
ὑψηχής
ὕψι
ὑψιάγυια
ὑψίβατος
ὑψιβίας
ὑψιβόας
ὑψιβόης
ὑψιβρεμέτης
ὑψιγέννητος
View word page
ὑψήνωρ
raising
ShortDef
raising
Debugging
Headword:
ὑψήνωρ
Headword (normalized):
ὑψήνωρ
Headword (normalized/stripped):
υψηνωρ
IDX:
93147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93148
Key:
Data
{'content': 'raising'}