Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψηλός
ὑψηλοτάπεινος
ὑψηλοταπείνωμα
ὑψηλότης
ὑψηλοτράχηλος
ὑψηλοφανής
ὑψηλοφόρος
ὑψηλοφρονέω
ὑψηλοφρονία
ὑψηλόφρων
ὑψηλοφυής
ὑψηλόφωνος
ὑψήλωσις
ὑψήνωρ
ὑψηχέω
ὑψηχής
ὕψι
ὑψιάγυια
ὑψίβατος
ὑψιβίας
ὑψιβόας
View word page
ὑψηλοφυής
of a high growth

ShortDef

of a high growth

Debugging

Headword:
ὑψηλοφυής
Headword (normalized):
ὑψηλοφυής
Headword (normalized/stripped):
υψηλοφυης
IDX:
93144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93145
Key:

Data

{'content': 'of a high growth'}