Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑψηλόπους
ὑψηλός
ὑψηλοτάπεινος
ὑψηλοταπείνωμα
ὑψηλότης
ὑψηλοτράχηλος
ὑψηλοφανής
ὑψηλοφόρος
ὑψηλοφρονέω
ὑψηλοφρονία
ὑψηλόφρων
ὑψηλοφυής
ὑψηλόφωνος
ὑψήλωσις
ὑψήνωρ
ὑψηχέω
ὑψηχής
ὕψι
ὑψιάγυια
ὑψίβατος
ὑψιβίας
View word page
ὑψηλόφρων
high-minded, high-spirited, haughty
ShortDef
high-minded, high-spirited, haughty
Debugging
Headword:
ὑψηλόφρων
Headword (normalized):
ὑψηλόφρων
Headword (normalized/stripped):
υψηλοφρων
IDX:
93143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93144
Key:
Data
{'content': 'high-minded, high-spirited, haughty'}