Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψηλοποιός
ὑψηλόπους
ὑψηλός
ὑψηλοτάπεινος
ὑψηλοταπείνωμα
ὑψηλότης
ὑψηλοτράχηλος
ὑψηλοφανής
ὑψηλοφόρος
ὑψηλοφρονέω
ὑψηλοφρονία
ὑψηλόφρων
ὑψηλοφυής
ὑψηλόφωνος
ὑψήλωσις
ὑψήνωρ
ὑψηχέω
ὑψηχής
ὕψι
ὑψιάγυια
ὑψίβατος
View word page
ὑψηλοφρονία
haughtiness

ShortDef

haughtiness

Debugging

Headword:
ὑψηλοφρονία
Headword (normalized):
ὑψηλοφρονία
Headword (normalized/stripped):
υψηλοφρονια
IDX:
93142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93143
Key:

Data

{'content': 'haughtiness'}