Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
ὑψηλόνωτος
ὑψηλοπέτης
ὑψηλοποιός
ὑψηλόπους
ὑψηλός
ὑψηλοτάπεινος
ὑψηλοταπείνωμα
ὑψηλότης
ὑψηλοτράχηλος
ὑψηλοφανής
ὑψηλοφόρος
ὑψηλοφρονέω
ὑψηλοφρονία
ὑψηλόφρων
ὑψηλοφυής
ὑψηλόφωνος
ὑψήλωσις
ὑψήνωρ
ὑψηχέω
View word page
ὑψηλοτράχηλος
high-necked

ShortDef

high-necked

Debugging

Headword:
ὑψηλοτράχηλος
Headword (normalized):
ὑψηλοτράχηλος
Headword (normalized/stripped):
υψηλοτραχηλος
IDX:
93138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93139
Key:

Data

{'content': 'high-necked'}