Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψηλολογία
ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
ὑψηλόνωτος
ὑψηλοπέτης
ὑψηλοποιός
ὑψηλόπους
ὑψηλός
ὑψηλοτάπεινος
ὑψηλοταπείνωμα
ὑψηλότης
ὑψηλοτράχηλος
ὑψηλοφανής
ὑψηλοφόρος
ὑψηλοφρονέω
ὑψηλοφρονία
ὑψηλόφρων
ὑψηλοφυής
ὑψηλόφωνος
ὑψήλωσις
ὑψήνωρ
View word page
ὑψηλότης
loftiness, sublimity

ShortDef

loftiness, sublimity

Debugging

Headword:
ὑψηλότης
Headword (normalized):
ὑψηλότης
Headword (normalized/stripped):
υψηλοτης
IDX:
93137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93138
Key:

Data

{'content': 'loftiness, sublimity'}