Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολογία
ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
ὑψηλόνωτος
ὑψηλοπέτης
ὑψηλοποιός
ὑψηλόπους
ὑψηλός
ὑψηλοτάπεινος
ὑψηλοταπείνωμα
ὑψηλότης
ὑψηλοτράχηλος
ὑψηλοφανής
ὑψηλοφόρος
ὑψηλοφρονέω
ὑψηλοφρονία
ὑψηλόφρων
ὑψηλοφυής
ὑψηλόφωνος
View word page
ὑψηλοτάπεινος
now high, now low

ShortDef

now high, now low

Debugging

Headword:
ὑψηλοτάπεινος
Headword (normalized):
ὑψηλοτάπεινος
Headword (normalized/stripped):
υψηλοταπεινος
IDX:
93135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93136
Key:

Data

{'content': 'now high, now low'}