Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑψηλογνώμων
ὑψηλοκάρδιος
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολογία
ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
ὑψηλόνωτος
ὑψηλοπέτης
ὑψηλοποιός
ὑψηλόπους
ὑψηλός
ὑψηλοτάπεινος
ὑψηλοταπείνωμα
ὑψηλότης
ὑψηλοτράχηλος
ὑψηλοφανής
ὑψηλοφόρος
ὑψηλοφρονέω
ὑψηλοφρονία
ὑψηλόφρων
View word page
ὑψηλόπους
high-footed
ShortDef
high-footed
Debugging
Headword:
ὑψηλόπους
Headword (normalized):
ὑψηλόπους
Headword (normalized/stripped):
υψηλοπους
IDX:
93133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93134
Key:
Data
{'content': 'high-footed'}