Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ὑψηΐς
ὑψηλαυχενία
ὑψηλογνώμων
ὑψηλοκάρδιος
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολογία
ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
ὑψηλόνωτος
ὑψηλοπέτης
ὑψηλοποιός
ὑψηλόπους
ὑψηλός
ὑψηλοτάπεινος
ὑψηλοταπείνωμα
ὑψηλότης
ὑψηλοτράχηλος
ὑψηλοφανής
ὑψηλοφόρος
ὑψηλοφρονέω
View word page
ὑψηλοπέτης
high-flying

ShortDef

high-flying

Debugging

Headword:
ὑψηλοπέτης
Headword (normalized):
ὑψηλοπέτης
Headword (normalized/stripped):
υψηλοπετης
IDX:
93131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93132
Key:

Data

{'content': 'high-flying'}