Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψηγορία
ὑψήγορος
Ὑψηΐς
ὑψηλαυχενία
ὑψηλογνώμων
ὑψηλοκάρδιος
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολογία
ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
ὑψηλόνωτος
ὑψηλοπέτης
ὑψηλοποιός
ὑψηλόπους
ὑψηλός
ὑψηλοτάπεινος
ὑψηλοταπείνωμα
ὑψηλότης
ὑψηλοτράχηλος
ὑψηλοφανής
View word page
ὑψηλόνοος
high-minded

ShortDef

high-minded

Debugging

Headword:
ὑψηλόνοος
Headword (normalized):
ὑψηλόνοος
Headword (normalized/stripped):
υψηλονοος
IDX:
93129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93130
Key:

Data

{'content': 'high-minded'}