Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψηγορέω
ὑψηγορία
ὑψήγορος
Ὑψηΐς
ὑψηλαυχενία
ὑψηλογνώμων
ὑψηλοκάρδιος
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολογία
ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
ὑψηλόνωτος
ὑψηλοπέτης
ὑψηλοποιός
ὑψηλόπους
ὑψηλός
ὑψηλοτάπεινος
ὑψηλοταπείνωμα
ὑψηλότης
ὑψηλοτράχηλος
View word page
ὑψηλολόγος
talking high, vaunting

ShortDef

talking high, vaunting

Debugging

Headword:
ὑψηλολόγος
Headword (normalized):
ὑψηλολόγος
Headword (normalized/stripped):
υψηλολογος
IDX:
93128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93129
Key:

Data

{'content': 'talking high, vaunting'}