Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑψερεφής
ὑψηγορέω
ὑψηγορία
ὑψήγορος
Ὑψηΐς
ὑψηλαυχενία
ὑψηλογνώμων
ὑψηλοκάρδιος
ὑψηλόκρημνος
ὑψηλολογέομαι
ὑψηλολογία
ὑψηλολόγος
ὑψηλόνοος
ὑψηλόνωτος
ὑψηλοπέτης
ὑψηλοποιός
ὑψηλόπους
ὑψηλός
ὑψηλοτάπεινος
ὑψηλοταπείνωμα
ὑψηλότης
View word page
ὑψηλολογία
vaunting

ShortDef

vaunting

Debugging

Headword:
ὑψηλολογία
Headword (normalized):
ὑψηλολογία
Headword (normalized/stripped):
υψηλολογια
IDX:
93127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93128
Key:

Data

{'content': 'vaunting'}